ταίρι — το 1. το ένα από τα δύο μέρη ζευγαριού: Το ταίρι της κάλτσας. 2. σύντροφος, φίλος, εραστής, σύζυγος: Έχασε το ταίρι του. 3. ταίρι ταίρι επίρρ., μαζί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νυχτώνει — απρόσ., έρχεται η νύχτα: Ταίρι ταίρι τα πουλιά, στη βοσκή πηγαίνουν, ταίρι ταίρι στη φωλιά, σαν νυχτώσει μπαίνουν (Βιζυηνός) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
άταιρος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει το αντίστοιχό του, που δεν έχει το ταίρι του, μονός 2. αυτός που δεν έχει σύντροφο στη ζωή του 3. ασύγκριτος, απαράμιλλος … Dictionary of Greek
αδέλφι — και αδέρφι, το (Α ἀδέλφιον) [ἀδελφός] αδελφός ή αδελφή νεοελλ. 1. το ένα από δύο όμοια πράγματα, που μαζί αποτελούν ζεύγος 2. όμοιος, ταίρι 3. αγαπητός, αχώριστος φίλος 4. φύλλο που φύεται μαζί με άλλο από το ίδιο στέλεχος 5. ο πλακούντας τού… … Dictionary of Greek
αδελφός — ο (Α ἀδελφός) (και επίθ. ός, ή, ό(ν), Ν και αδερφός) Ι. ουσ. 1. αυτός που έχει με κάποιον άλλο την ίδια μητέρα 2. αυτός που έχει κοινούς και τους δύο γονείς με κάποιον άλλο ή κοινό τον ένα μόνο από αυτούς 3. αυτός που ανήκει στο ίδιο έθνος ή στην … Dictionary of Greek
αδελφώνω — και αδερφώνω Ι. ενεργ. συμφιλιώνω ΙΙ. (ενεργ. και μέσ.) 1. συμφιλιώνομαι 2. συνδέομαι με στενή φιλία 3. προσφέρω ή αποκτώ αδελφό 4. συνάπτω, ενώνω 5. συμφύομαι με παραφυάδες, με βλαστούς λέγεται κυρίως για τα δημητριακά, όταν εκφύονται δίδυμοι ή… … Dictionary of Greek
αζευγάρωτος — η, ο [ζευγαρώνω] 1. (για πρόσωπα) ο μη ζευγαρωμένος, αυτός που δεν έχει ταίρι, ανέραστος, άγαμος 2. (για ζώα) αυτός που δεν ζευγάρωσε, ο ασυνουσίαστος 3. (για δύο πράγματα παράταιρα) ανόμοιος, αταίριαστος … Dictionary of Greek
αταίριαστος — και αταίριαχτος, η, ο 1. αυτός που δεν ταιριάζει, που δεν συμφωνεί ή δεν εναρμονίζεται με κάποιον 2. ανάρμοστος, ανοίκειος, απρεπής 3. αυτός που δεν είναι ταίρι άλλου, παράταιρος 4. ανόμοιος προς τους άλλους, ιδιόρρυθμος 5. εκείνος που δεν έχει… … Dictionary of Greek
αϊταίρι — το 1. το ταίρι, το ένα από δύο όμοια πράγματα 2. το ένα από δύο έμψυχα που πάνε πάντα μαζί, που αποτελούν ζευγάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Από την αρχ. λ. ἑταίρ ιον, υποκορ. τού ἑταῖρος. Ήτοι: τα ἑταίρια > τἀιταίρια > πληθ. ἀιταίρια και ενικ. ἀιταίρι, το] … Dictionary of Greek
γυναίκα — Ο άνθρωπος θηλυκού γένους. Με τον όρο γ. υποδηλώνεται επίσης η ώριμη για γάμο νέα. Στο ελληνικό Σύνταγμα του 1975 υπάρχει διάταξη (άρ. 4, παρ. 2) σύμφωνα με την οποία «οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουν ίσα δικαιώματα και υποχρεώσεις». Με τη… … Dictionary of Greek